έγκαψη
Смотреть что такое "έγκαψη" в других словарях:
έγκαυση — και έγκαψη, η (AM ἔγκαυσις) ζωγραφική με χρώματα αναμιγμένα με κερί αρχ. φλόγωση … Dictionary of Greek
έγκαυση — έγκαυση, η και έγκαψη, η 1. η αποτύπωση με πυρακτωμένη σφραγίδα. 2. η διακόσμηση που γίνεται με την εγκαυστική (βλ. λ.) τέχνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)